ἀπροσόρατος
From LSJ
English (LSJ)
ἀπροσόρατον, not to be looked on, frightful, πόνος Pi.O.2.67; epithet of Κύρβας, Orph.H.39.2.
Spanish (DGE)
(ἀπροσόρᾱτος) -ον
que no se puede mirar, terrible πόνος Pi.O.2.67, de Pandora y Hécate, Orph.A.973, epít. de Κύρβας Orph.H.39.2.
German (Pape)
[Seite 339] was man nicht ansehen kann, schrecklich, πόνος Pind. Ol. 2, 74; Orph. Arg. 476.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροσόρᾱτος: страшный на вид, ужасный (πόνος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσόρᾱτος: -ον, ὃν δὲν τολμᾷ νὰ ἴδῃ τις, φοβερός, τρομερός, τοὶ δ’ ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον Πινδ. Ο. 2. 121· ἐπίθετον τοῦ Κύρβαντος, Κύρβαντ’ ὀλβιόμοιρον, Ἀρήιον, ἀπροσόρατον Ὀρφ. Ὕμν. 38. 2.
English (Slater)
ᾰπροσόρᾱτος not to be looked upon τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον (O. 2.67)
Greek Monolingual
ἀπροσόρατος, -ον (Α) προσορώ
αυτός τον οποίο δεν τολμά κανείς να δει, φοβερός.