ἀπόπαυσις
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
-εως, ἡ, (from Med.) cessation of an attack, Aret.SA 1.5.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
final c. gen. μιμούμενοι τὴν ἀποθνῃσκόντων ἀπόπαυσιν en el género «elegía», Did.OH 9.1, τῶν φυσικῶν ἐννοιῶν Cyr.Al.M.77.1201D, cf. Dion.Ar.DN M.3.593B
•sin rég. final de afecciones, Aret.CD 1.3.8, SA 1.5.7, 2.2.9.
German (Pape)
[Seite 318] ἡ, 1) das Aufhörenmachen, Hemmen. – 2) das Aufhören, Ende, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπαυσις: -εως, ἡ, (ἐκ τοῦ ἀποπαύομαι), παῦσις, κατάπτωσις προσβολῆς νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5.