ἀπόσκηψις
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
-εως, ἡ, determination of humours to one part of the body, Hp.Aph.6.56, Prorrh.2.7; ἀ. νούσου ἐς ἕν τι Aret.SD1.9; wrongly expl. as = ἀπόσχασις by Gal.19.84.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀπόσκημψις Gal.19.138
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Prorrh.2.7]
medic. desplazamiento de humores, esp. en forma de absceso, depósito o foco de una afección ὅσοι δ' ἂν ἔμπυοι γένωνται ... ἐξ ἀποσκήψιος ἢ σύριγγος Hp.l.c., τοῖσι μελαγχολικοῖσι νοσήμασιν ἐς τάδε ἐπικίνδυνοι αἱ ἀποσκήψιες en las enfermedades melancólicas son peligrosísimos los depósitos (que se resuelven) en las afecciones siguientes Hp.Aph.6.56, cf. Gal.l.c., Aret.SD 1.9.3, en forma de grietas o escarificaciones, Gal.19.84.
German (Pape)
[Seite 324] ἡ, das Stützen; bes. Medic. das Versetzen der Krankheit in einen einzelnen Teil des Leibes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσκηψις: -εως, ἡ, ἀποστάλαξις τῶν ὑγρῶν εἰς ἕν τι μέρος τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀπ. νούσου ἐς ἕν τι Ἀρετ. περὶ Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9.
Greek Monolingual
ἀπόσκηψις, η (Α)
συγκέντρωση υγρού σε κάποιο σημείο του σώματος.