ἀπόστιλψις
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
-εως, ἡ, emission of light, Sch.A.R.3.1377 (pl.), Hsch. s.v. αἰγίς.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
albedo producido por la rapidez del movimiento de objetos blancos ἐν γὰρ ταῖς ὀξείαις τῶν ποδῶν κινήσεσιν ἀπόστιλψις ... τις γίνεται Sch.Od.8.265
•fulgor, resplandor Sch.A.R.3.1377, Hsch.s.u. αἰγίς.
German (Pape)
[Seite 327] ἡ, Abglanz, Schol. Od. 8, 265.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόστιλψις: -εως, ἡ, ἀντανάκλασις φωτός, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1377, Ἡσύχ. ἐν λ. αἰγίς.