ἀργοποιός

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργοποιός Medium diacritics: ἀργοποιός Low diacritics: αργοποιός Capitals: ΑΡΓΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: argopoiós Transliteration B: argopoios Transliteration C: argopoios Beta Code: a)rgopoio/s

English (LSJ)

ἀργοποιόν, making idle, Plu.Num.22.

Spanish (DGE)

-όν
indolente τὴν περὶ τὸ θεῖον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας καὶ καθυβρίσας ὡς ἀργοποιόν Plu.Num.22.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend paresseux.
Étymologie: ἀργός², ποιέω.

German (Pape)

faul machend, Plut. Num. 22.

Russian (Dvoretsky)

ἀργοποιός: расслабляющий (ἀ. καὶ γαναικώδης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργοποιός: -όν, ὁ ποιῶν τινα ἀργόν, τὴν περὶ τὸ θεῖον εὐλάβειαν καθιβρύσας ὡς ἀργοποιὸν καὶ γυναικώδη, πρὸς πόλεμον ἔστρεψε τοὺς πολίτας Πλουτ. Νουμ. 22.

Greek Monolingual

ἀργοποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει κάποιον να γίνει νωθρός.

Greek Monotonic

ἀργοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που καθιστά κάποιον αδρανή ή άεργο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀργός = ἀεργός, ποιέω
making idle, Plut.