ἀσπιδοποιός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, shield-maker, Poll.7.155.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fabricante de escudos Poll.7.155, Eust.1154.41.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, Schildverfertiger, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπιδοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀσπίδας, Πολυδ. Ζ΄, 155.
Greek Monolingual
ἀσπιδοποιός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει ασπίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -ποιός < ποιώ].