ἀσφαλτῖτις

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

German (Pape)

[Seite 381] ιδος, fem. zum ἀσφαλτίτης, erdharzig, asphaltisch, Strab.; Ios.

Spanish (DGE)

-ιδος adj. fem. de asfalto βῶλος Str.7.5.8.

Russian (Dvoretsky)

ἀσφαλτῖτις: ιδος adj. f асфальтовая: Ἀσφαλτῖτις λίμνη, λίμνη Ἀσφαλτῖτις Diod. Асфальтовое озеро, т. е. Мертвое море.