ἀτασθαλέω

From LSJ

German (Pape)

[Seite 384] = ἀτασθάλλω, Nonn.

Spanish (DGE)

(ἀτασθᾰλέω)
• Prosodia: [ᾰ-]
ser insolente en sent. crist. pecar οὗτος ἀτασθαλέων οὐκ ἤλιτεν οὐδὲ τοκῆες Nonn.Par.Eu.Io.9.3, καὶ γάρ με πληγῇσιν ἀτασθαλέοντα δαμάζων Gr.Naz.M.37.1366A.