ἀφιλάσκομαι
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
appease, θυμόν Pl.Lg.873a; ἀφειλαξόμενον (sc. the gods) Polystr.p.9 W.
Spanish (DGE)
sosegar, apaciguar c. ac. τὸν θυμόν Pl.Lg.873a
•abs. ἀφειλαξόμενόν φασιν ἀναθεῖναι χρυσοῦν ὄφιν Polystr.Contempt.12.9.
German (Pape)
[Seite 411] (s. ἱλάσκομαι), versöhnen, ἀφιλασάμενοι θυμόν Plat. Legg. IX, 873 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιλάσκομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀποθ., ἱλάσκομαι, θυμὸν Πλάτ. Νόμ. 873Α.
Russian (Dvoretsky)
ἀφῐλάσκομαι: (aor. ἀφιλασάμην) успокаивать, умиротворять (θυμόν τινος Plat.).