ἁλουργοπωλική
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
(τέχνη), ἡ, trade of a purple-seller (ἁλουργοπώλης), Is.Fr.38.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
negocio de la púrpura Is.Fr.12, cf. Harp., AB 379.
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, sc. τέχνη, Purpurhandel, Isaeus bei Suid.
Russian (Dvoretsky)
ἁλουργοπωλική: ἡ (sc. τέχνη) торговля пурпуром Isae.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργοπωλική: (ἐνν. τέχνη), ἡ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἁλουργοπώλου, Ἰσαῖος παρ’ Ἁρπ., κτλ.
Greek Monolingual
ἁλουργοπωλική, η (ενν. τέχνη) (Α) ἁλουργοπώλης
το επάγγελμα του αλουργοπώλη.