ἁψίθυμος

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source

German (Pape)

[Seite 421] jähzornig, Erkl. von ἁψίμαχος, E. M.

Greek Monolingual

και αψόθυμος, -η, -ο
οξύθυμος, ευέξαπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αψίθυμος < αψύς + θυμός, ενώ ο τ. αψόθυμος, αν δεν είναι απευθείας από το αψός (μεταπλασμένος τ. του αψύς), σχηματίζεται επίσης από το αψίθυμος με το χαρακτηριστικό φωνήεν της συνθέσεως -ο-].