ἄμεναι
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. pres. inf. from ἄω (q.v.), Il.21.70.
Spanish (DGE)
v. 3 ἄω.
French (Bailly abrégé)
v. ἄω.
Russian (Dvoretsky)
ἄμεναι: (ᾱμ) эп. inf. к ἄω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμεναι: [ᾱ], ἀντὶ ἀέμεναι, Ἐπ. ἀπαρέμ., ἐνεστ. ἐκ τοῦ ἄω, ἱκανοποιῶ, Ἰλ. Φ. 70.
English (Autenrieth)
see ἄω.
Greek Monotonic
ἄμεναι: [ᾱ], Επικ. αντί ἄειν, απαρ. ενεστ. του ἄω, ικανοποιώ, ευαρεστώ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: satiate, take one's fill
See also: ἆσαι
Frisk Etymology German
ἄμεναι: {á̄menai}
Grammar: v.
Meaning: sich sättigen (Φ 70, 4. Fuß),
See also: s. ἆσαι.
Page 1,91