ἄμφιπποι

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμφιπποι Medium diacritics: ἄμφιπποι Low diacritics: άμφιπποι Capitals: ΑΜΦΙΠΠΟΙ
Transliteration A: ámphippoi Transliteration B: amphippoi Transliteration C: amfippoi Beta Code: a)/mfippoi

English (LSJ)

ων, οἱ, cavalry who went into action with a spare horse, Ael.Tact.2.4, Arr.Tact.2.3, prob. l. in D.S.19.29. ἀμφιπποτοξόται, οἱ, ἄμφιπποι armed with bows, prob. l. in D.S.19.29 (codd. ἀφ-, ἐφ-), Plu.2.197d.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
escuadrón de jinetes que llevaban cada uno un caballo de refresco Arr.Tact.2.3, D.S.19.29.

German (Pape)

[Seite 142] οἱ, Reiter, die während des Reitens von einem Pferd auf das andere springen, desultores, Aelian. Tact. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμφιπποι: -ων, οἱ, ἱππεῖς ἀποπηδῶντες ἐν τῷ τρέχειν ἐξ ἑνὸς ἵππου εἰς ἕτερον, Λατ. desultores Αἰλ. Τακτ. 37.

Greek Monolingual

ἄμφιπποι, οι (Α)
ιππείς που τρέχουν έχοντας και βοηθητικό άλογο, που μπορούν τρέχοντας να μεταπηδούν από το ένα άλογο στο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ἵππος.