ἄρνα
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
acc. sg., dual ἄρνε, pl. ἄρνες; v. ἀρήν.
Spanish (DGE)
v. ἀρήν.
French (Bailly abrégé)
v. ἀρήν.
Greek Monolingual
και άρνη, η
η λησμονιά, η λήθη («της άρνας το νερό» — πρβλ. «λήθης ὕδωρ»)
2. ο Άδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άρνα < (ρ.) αρνούμαι, ενώ ο τ. άρνη κατά το συνών. αρνησιά].
Greek Monotonic
ἄρνα: βλ. ἀρνός.
Russian (Dvoretsky)
ἄρνα: acc. к *ἀρήν.