ἄρραντος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ἄρραντον, (ῥαίνω) unwatered, unwet, Arat.868, Str.11.7.5.
Spanish (DGE)
-ον
no regado ἄρουραι Arat.868, ἄρραντον φυλάττοντες τὸν αἰγιαλόν Str.11.7.5.
Greek Monolingual
ἄρραντος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ραντιστεί, που δεν έχει βραχεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραντος < ραντός < ραίνω].
German (Pape)
unbenetzt, unbewässert, Strab.; Arat. 136.