Ἀδριανός
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
Spanish (DGE)
(Ἀδριᾱνός) -ή, -όν
• Alolema(s): jón. Ἀδριηνός E.Hipp.736
del Adriático γυναῖκες A.Fr.71, κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς ἀκτᾶς E.l.c., Ἀδριανὸς πόντος = el mar Adriático, AP 12.252 (Strat.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de l'Adriatique.
Russian (Dvoretsky)
Ἀδριᾱνός: ион. Ἀδριηνός 3 адриатический (ἀκταί Eur.; πόντος Anth.).