ἐγκέλλω
From LSJ
ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν → he forged the tongue on the anvil of no lies
English (LSJ)
aor. 1 ἐνέκελσα, fit into, as a socket, Hp.Fract.30.
Spanish (DGE)
clavarse ἐπιμελόμενος ὅπως τὰ ἄκρα τῶν ῥάβδων ... ἐς τὰ ἄκρα τῶν σφαιρέων ἐγκέλσῃ Hp.Fract.30, ἐγκέλλῃ· ἐνερείσῃ Hp. en Gal.19.94, cf. 18(2).580.
German (Pape)
[Seite 707] sich darin, darauf bewegen, darauf stoßen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέλλω: ἐνερείδω, ἐνστηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», Ἱππ. π. Ἀγμ. 771.