ἐγχρονισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, prolonged use, Sor.1.46, Antyll. ap. Orib.9.23.10.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
permanencia prolongada βαλανείῳ δὲ χρῆσθαι ... χωρὶς ἐγχρονισμοῦ Sor.1.16.72, cf. Antyll. en Orib.9.23.10, μῶλος, ὁ ἐ. τῆς μάχης Apollon.Lex.s.u. μῶλος.
German (Pape)
[Seite 714] ὁ, das lange Aufhalten wobei, Zögerung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχρονισμός: ὁ, βραδύτης, ἀργοπορία, Ὀρειβάσ., Ἀέτ.
Greek Monolingual
ἐγχρονισμός, ο (Α)
παρατεταμένη χρήση.