ἐδεστέον
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
one must eat, Pl.Cri.47b, Prt.314a.
Spanish (DGE)
hay que comer τὰ τραγήματα Arist.Pr.930b12, cf. Pl.Prt.314a
•abs. ἐ. γε καὶ ποτέον Pl.Cri.47b.
Russian (Dvoretsky)
ἐδεστέον: adj. verb. к ἔδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδεστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ φάγῃ, Πλάτ. Κρίτων 47Β, Πρωτ. 314Α.
Greek Monotonic
ἐδεστέον: ρημ. επίθ. του ἔδω, αυτό που πρέπει κάποιος να φάει, σε Πλάτ.