ἐκβλητέον
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
English (LSJ)
(ἐκβάλλω)
A one must reject, μύθους Pl.R. 377c; one must get rid of, Orib.Fr.130.
2 Medic., ἐ. διαιρέσεις one must make incisions, Antyll. ap. Aët.7.74.
Spanish (DGE)
1 hay que rechazar, hay que desechar τοὺς πολλούς (μύθους) Pl.R.377c, τὴν φιλοκοσμίαν Clem.Al.Paed.2.12.122.
2 hay que expulsar, hay que sacar τὰς δὲ (βδέλλας) τῷ βρόγχῳ προσφυείσας Orib.Ec.133.2, τὰς ἀσθενεῖς (δαμάλεις) ... ἐκ τῶν βουκολίων Anat.Bub.10.4
•hay que eliminar τοὺς τέσσαρας στίχους Sch.Er.Il.16.97-100b.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβλητέον: adj. verb. к ἐκβάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβλητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐκβάλλω, πρέπει τις νὰ ἐκβάλῃ, νὰ ἀπορρίψῃ, Πλάτ. Πολ. 377C, Κλήμ. Ἀλ. 244.
Greek Monotonic
ἐκβλητέον: ρημ. επίθ. του ἐκβάλλω, αυτό που πρέπει να αποβληθεί, σε Πλάτ.