ἐκθειασμός
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
ὁ, inspiration, Sch.Ar.V.8.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ inspiración, delirio Sch.Ar.V.8D.
German (Pape)
[Seite 760] ὁ, Begeisterung, Raserei, Schol. Ar. Vesp. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθειασμός: ὁ, θεῖος ἐνθουσιασμός, θεοληψία, θεοφόρησις θεομανία, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 8.
Greek Monolingual
ο (Α ἐκθειασμός)
θαυμασμός, ζωηρός έπαινος
αρχ.
θεία μανία, θεοληψία.