θεομανία
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
English (LSJ)
ἡ, madness caused by God, inspiration, cj. in Ph.1.571 (ἐνθεομανία, ἐνθέῳ μανία codd.).
German (Pape)
[Seite 1196] ἡ, durch die Gottheit bewirkte Raserei, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
θεομᾰνία: ἡ, μανία ὑπὸ τοῦ θεοῦ προξενηθεῖσα, ἔμπνευσις, οὐκ ἀνθρωπίναις ἐπινοίαις ἀλλ’ ἐν θεομανίᾳ συνιστάμενον Φίλων 1. 571.
Greek Monolingual
η (Α θεομανία) θεομανής
(νεοελλ.
1. η κατάσταση του θεομανούς
2. η θεϊκή έμπνευση, η θεοληψία
αρχ.
μανία σταλμένη από τους θεούς.