ἐκμέτρησις
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
English (LSJ)
-εως, ἡ, measurement, Plb.5.98.10, BGU432 ii 10 (ii A.D.), ἐκμετρ-ητής, οῦ, ὁ, measurer, surveyor, PAmh.2.79.16 (ii A.D.), etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medición, toma de medidas de lugares a asediar, Plb.5.98.10, ἡ διὰ τῶν τετρημένων ἀγγείων ἐ. de una clepsidra, Gal.5.84, cf. Hero Def.136.9.
2 medición oficial, inventario ἐ. θησαυρῶν de los pósitos de cereales PSI XXI Congr.8.6 (I a.C.), cf. PSI 1100.15 (II d.C.), de tierras cultivables PBeatty Panop.2.69 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 769] ἡ, Ausmessung, Pol. 5, 98, 10.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμέτρησις: εως ἡ измерение, обмер (ἐ. καὶ κατασκευή Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμέτρησις: -εως, ἡ, καταμέτρησις, Πολύβ. 5. 98, 10.
Greek Monolingual
ἐκμέτρησις, η (AM)
καταμέτρηση
μσν.
(για χρόνο) πάροδος, παρέλευση.