ἐκσυρίζω
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
Att. ἐκσυρίττω, A fut. ἐκσυριῶ LXX Si.22.1: aor. 1 ἐξεσύρισα D.C.51.17:—hiss off the stage, τινά D.19.337, Luc.Nigr.9:—Pass., Antiph.191.21.
2 hiss loudly, D.C.l.c.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω Antiph.189.22, D.19.337
• Morfología: [fut. ἐκσυριεῖ LXX Si.22.1]
1 silbar c. ac. int. ἀμήχανον ὅσον ἐξεσύρισε una serpiente, D.C.51.17.5.
2 silbar, pitar como señal de desaprobación καὶ πᾶς ἐκσυριεῖ ἐπὶ τῇ ἀτιμίᾳ αὐτοῦ y todos silbarán por su ignominia LXX l.c.
•c. ac. de pers. silbar a, echar a silbidos del teatro ἐμὲ δὲ κἂν ἐκσυρίττῃς Luc.Nigr.9, αὐτὸν ... ἐξεσυρίττετ' ἐκ τῶν θεάτρων lo echabais a silbidos de los teatros D.l.c., en v. pas. Antiph.l.c.
German (Pape)
[Seite 779] att. ἐκσυρίττω, auszischen, auspfeifen, καὶ ἐκβάλλειν ἐκ τῶν θεάτρων Dem. 19, 337; ἐκσυρίττεται Antiphan. bei Ath. VI, 223 a; Luc. Nigr. 9. Die erste Form haben nur Sp., wie D. Cass. 51, 17, vom Zischen einer Schlange.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσυρίζω: μέλλ. ἐκσυριῶ, = τῷ ἑπομ., Ὠριγ. κ. Κέλσ. 6, σ. 295 (304), Σειράχ ΚΒ΄, 1.
Greek Monolingual
ἐκσυρίζω, ἐκσυρίσσω και αττ. τ. ἐκσυρίττω (Α)
1. με σφυρίγματα αναγκάζω ηθοποιό να αποσυρθεί από τη σκηνή, γιουχάρω, αποδοκιμάζω
2. σφυρίζω δυνατά.