ἐκταπεινόω
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
strengthened for ταπεινόω, Plu.2.165b, Cor.14.
Spanish (DGE)
1 rebajar, humillar ἑαυτούς Plu.Cor.14, δέους ... ἐκταπεινοῦντος ... τὸν ἄνθρωπον Plu.2.165b
•de conceptos abstr. τὴν φύσιν Plu.2.475d, τὰ οἰκεῖα Plu.2.471c, cf. 362e.
2 en v. med. rebajarse ὅσῳ δὲ μᾶλλον ἐκταπεινοῦται τῷ σώματι, τοσούτῳ μᾶλλον αὔξεται τῇ δυνάμει Plu.2.283d.
German (Pape)
[Seite 780] demütig, kleinmütig machen, Plut. superst. 2.
French (Bailly abrégé)
ἐκταπεινῶ :
abaisser, déprimer.
Étymologie: ἐκ, ταπεινόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτᾰπεινόω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ταπεινόω, Πλούτ. 2. 165Β.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτᾰπεινόω: принижать, делать смиренным (δέος ἐκταπεινοῦν τὸν ἄνθρωπον Plut.): ἐ. ἑαυτὸν τῷ σχήματι πρὸς τὴν δέησιν Plut. обращаясь с просьбой, напускать на себя смиренный вид.