ἐκτραγῳδέω

English (LSJ)

A deck outintragicphrase, exaggerate, Plb.6.15.7, Agath. 4.8:—Pass., Plb.6.56.8.
2 declaim tragically, Ps.-Luc.Philopatr. 18; simply, declaim, Ath.9.403d.
3 describe impressively, Luc. Tox.11.
II unmask, Id.Pisc.38, Merc.Cond.41.

Spanish (DGE)

A tr.
I poner en versos trágicos ᾀδέτω δ' οὖν καὶ τοὺς θεοῖς ἐχθροὺς ἐκτραγῳδείτω entonces que siga cantando y sacando en tragedias a los enemigos de los dioses Luc.Pisc.38, τὴν θαυμασίαν σου ἔκπληξιν ... ἐκτραγῳδήσω Luc.Philopatr.18.
II fig.
1 expresar trágicamente, exagerar τὰς ἐπιτυχίας ... ἐκτραγῳδῆσαι καὶ συναυξῆσαι Plb.6.15.7, τὸ γεγενημένον Agath.4.8.1, τὰ κακά Ph.1.608, cf. Olymp.Iob 65.21, en v. pas. ἐπὶ τοσοῦτον (δεισιδαιμονία) ... ἐκτετραγῴδηται hasta tal punto es exagerada (la superstición) Plb.6.56.8.
2 expresar o describir con solemnidad ἐπαίνους καὶ ὕμνους ... ἐκτραγῳδεῖν τοῦ ... πατρός Ph.1.625, παλαιαὶ γραφαί, ἃς ... εὖ μάλα ἐξετραγῴδησας Luc.Tox.11
describir con énfasis o apasionadamente τὴν ἀλαζονείαν Thdt.Is.5.521, ἀτιμαστέον τὴν ἐν κινήσει ἡδονήν, ὡς Ἀμέλιος ἐκτραγῳδεῖ Dam.in Phlb.152.
B intr.
1 hacer tragedias Luc.Merc.Cond.41.
2 fig. componer versos sublimes περὶ ἧς ἐξετραγῴδησεν ὁ σοφὸς ... μάγειρος Ath.403d.

German (Pape)

[Seite 782] durch tragisch pomphafte, hochtrabende Erzählung od. Vorstellung vergrößern, übertreiben, bes. um Furcht od. Mitleid zu erregen, Pol. 8, 56, 8 u. öfter; περί τινος, Ath. IX, 403 e; Luc. vrbdt es mit πρὸς πολλοὺς ἐρεῖν, wie in einer Tragödie bekannt machen.

French (Bailly abrégé)

ἐκτραγῳδῶ :
exposer en termes pompeux ou tragiques : τινα vanter qqn avec une emphase tragique.
Étymologie: ἐκ, τραγῳδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτρᾰγῳδέω: представлять в трагически возвышенном или преувеличенном виде Polyb., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρᾰγῳδέω: περιγράφω τι μετὰ τραγικοῦ ὕφους, μεγαλοποιῶ ἐπὶ τὸ τραγικώτερον, Πολύβ. 6. 56, 8, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συν. 41.

Greek Monotonic

ἐκτρᾰγῳδέω: μέλ. -ήσω, περιγράφω κάτι με τραγικό ύφος, υπερβάλλω, διογκώνω, μεγαλοποιώ προς το πιο τραγικό, διεκτραγωδώ, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to deck out in tragic phrase, exaggerate, Luc.