ἐκφύσησις
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A emission of breath, Gal.8.251, prob. in EM98.20.
II Glossaria on ἀποφύσιας, Hsch.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 resuello, acción de exhalar Gal.2.664, 666, 675.
2 plu., anat. salientes, prominencias glos. a ἀποφύσιας Hsch.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, das Ausblasen, Ausathmen, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφύσησις: -εως, ἀθρόα τοῦ πνεύματος ἔξω φορά, Γαλην. 2. 675. - «οἱ γὰρ κακοῖς τισι συνεχόμενοι πνεύματος τὰς γνάθους πληροῦντες ἐκφυσήσεις ἀποτελοῦσιν» Ἐτυμ. Μ. σ. 98, 10, ἔνθα ἀναγινώσκεται ἐκφύσεις, ἀλλ’ ὁ Συλβ. διώρθωσεν ἐκφυσήσεις.