ἐλάσιος
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, driving away epilepsy, Plu.2.296f.
Spanish (DGE)
-α, -ον
expulsor, ahuyentador τοὺς ... τὰς ἐπιληψίας ἀποτρέπειν δοκοῦντας ἐλασίους ... ὀνομάζουσι a los que parece que ahuyentan los ataques de epilepsia los llaman expulsores Plu.2.296f.
German (Pape)
[Seite 789] ον, vertreibend, bes. die fallende Sucht vertreibend, Plut. Qu. gr. 23.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
litt. qui expulse (la maladie) : οἱ Ἐλάσιοι les Guérisseurs, famille d'Argos qui guérissait de l'épilepsie.
Étymologie: ἐλάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλάσιος: изгоняющий, т. е. излечивающий (τὰς ἐπιληψίας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλάσιος: -α, -ον, ὁ ἀποτρέπων τὴν ἐπιληψίαν, τοὺς τὰς ἐπιληψίας ἀποτρέπειν δοκοῦντας ἐλασίους ὀνομάζουσι Πλούτ. 2. 296F.
Greek Monolingual
ἐλάσιος, -α, -ον και ἐλάσιος, -ον (Α)
αυτός που διώχνει, που αποτρέπει ή θεραπεύει την επιληψία.