ἐμμεστόομαι
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
Pass., to be filled quite full, S.Ant.420 (tm.), El.713 (tm.), unless in both passages ἐν be adverbial, v. ἐν B.3.
Spanish (DGE)
llenarse, colmarse c. gen. ἐν δὲ πᾶς ἐμεστώθη δρόμος κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων y todo el estadio se llenó del estrépito de los trepidantes carros S.El.713 (tm.), (φόβης) ἐν δ' ἐμεστώθη μέγας αἰθήρ S.Ant.420 (tm.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμεστόομαι: παθ., πληροῦμαι ἐντελῶς, Σοφ. Ἀντ. 420, Ἠλ. 713, ἐν τμήσει, ἐκτὸς ἐὰν ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις εἶναι ἐπιρρηματικόν, ἴδε τὴν πρόθεσιν ἐν Β. 3.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμεστόομαι: наполняться: ἐν δὲ πᾶς ἐμμεστώθη δρόμος κτύπου Soph. вся дорога наполнилась грохотом.