ἐμπυριστής
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
English (LSJ)
ἐμπυριστοῦ, ὁ, one who sets on fire, ὁ ἐ. Ἕκτωρ Eust.1023.26.
Spanish (DGE)
-οῦ
incendiario, el que incendia ἄγγελος LXX 4Ma.7.11.
German (Pape)
[Seite 818] ὁ, der Verbrenner, Maccab.
Greek Monolingual
ἐμπυριστής, ο (Α)
αυτός που πυρπολεί, ο εμπρηστής.