ἐνάρχω

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

German (Pape)

[Seite 830] den Befehl haben, Inscr. 2350.

French (Bailly abrégé)

d'ord. au Moy. ἐνάρχομαι.

Greek Monolingual

ἐνάρχω (Α)
άρχω, έχω αρχή, εξουσία, αξίωμα.