ἐναποτέμνω
From LSJ
English (LSJ)
in Pass., to be cut off in, Str.2.5.27.
Spanish (DGE)
cortar τὴν τοῦ βαρβάρου κεφαλήν Chrys.M.63.780, en v. pas. καὶ τούτοις (τοῖς τραχηλιμαίοις μέροις) ἐναποτέμνεται τὸ πλευρὸν ὄρος ἡ καλουμένη Πυρήνη ref. a la piel de toro de la península Ibérica, Str.2.5.27.
German (Pape)
[Seite 828] darin abschneiden, Strab. 2, 5, 27.