ἐναυλακοφοῖτις
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ιδος, ἡ, wandering in the fields, Ὧραι AP6.98 (Zon.).
Spanish (DGE)
(ἐναυλᾰκοφοῖτις) -ιδος
que recorre los surcos, rústico Ὥραι AP 6.98 (Zon.).
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
qui fréquente les champs.
Étymologie: ἐν, αὖλαξ, φοιτάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναυλᾰκοφοῖτις: ἡ, ἡ ἐν αὔλακι φοιτῶσα, Ἀνθ. Π. 6. 98. ― Ἐν Θησ. Στ. ἐναυλακόφοιτις, οὐχὶ ὀρθῶς.
Middle Liddell
ἐν-αυλᾰκο-φοῖτις, ιος n αὖλαξ, φοιτάω
wandering in the fields, Anth.