ἐνδοξασμός
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ὁ, glorifying, Sm.Ps. 45(46).4, Al.Is.24.14.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
glorificación, alabanza c. gen. obj. τοῦ κυρίου Al.Is.24.14, Thdt.Is.7.244, ἐ. ἦν τοῦ Σωτῆρος ἡ τῆς Ἐκκλησίας αὔξησις Eus.M.23.408C, cf. Sm.Ps.45.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοξασμός: ὁ, δόξα, μεγαλεῖον, ἐν τῷ ἐνδοξασμῷ αὐτοῦ Συμμ. Ψαλμ. ΜΕ΄, 4.
Greek Monolingual
ἐνδοξασμός, ο (Α)
δόξα, μεγαλείο.