ἐνθύσκει
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ἐντυγχάνει, Hsch. ἐνθύσκος· ὁ ἀσφαλός, τὸ ὄρνεον, Id. ἐνθύω, = θύω, τῇ Ἀρτέμιδι χοῖρον IG11.153.11. ἔνθω, ἔνθοι, ἐνθών, Dor. for ἔλθω, etc.; v. ἔρχομαι.
Spanish (DGE)
ἐντυγχάνει Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθύσκει: «ἐντυγχάνει» Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: ἐντυγχάνει; ἀποθύ<σ>κειν ἀποτυγχάνειν; συνθύξω συναντήσω H.
Origin: IE [Indo-European] [271] *dʰeugʰ- fit?
Etymology: From *θύχ-σκ-ει to τυχεῖν (s. τυγχάνω). Schwyzer 708 w. n. 5. Doubts in Brugmann IF 9, 348 n. 1.
Frisk Etymology German
ἐνθύσκει: {enthúskei}
Meaning: ἐντυγχάνει; ἀποθύ<σ>κειν· ἀποτυγχάνειν; συνθύξω· συναντήσω H.
Etymology: Aus *θύχσκει usw. zu τυχεῖν (s. τυγχάνω) mit Hauchdissimilation bzw. Hauchversetzung? Schwyzer 708 m. A. 5. Zweifel bei Brugmann IF 9, 348 A. 1.
Page 1,517