ἐντρύχομαι
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
English (LSJ)
[ῡ], Pass. or Med., waste away, D.C.38.46 codd.
Spanish (DGE)
desgastarse, consumirse en c. dat. τοῖς πόνοις Cyr.Al.M.71.813C, cf. 68.193B, 309B.
German (Pape)
[Seite 859] τινί, Einem zur Last fallen, D. Cass. 38, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρύχομαι: Παθ. ἢ Μέσ., τρύχομαι, ὑποφέρω, βασανίζομαι, ὑφίσταμαι κακουχίας, μηδὲ μάτην ἐνταῦθα ἐντρύχεσθε (τρύχεσθε Δινδ.) Δίων Κ. 38. 46.
Greek Monolingual
ἐντρύχομαι (Α)
ταλαιπωρούμαι, υποφέρω κακουχίες, βασανίζομαι.