ἐνύβρισμα

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνύβρισμα Medium diacritics: ἐνύβρισμα Low diacritics: ενύβρισμα Capitals: ΕΝΥΒΡΙΣΜΑ
Transliteration A: enýbrisma Transliteration B: enybrisma Transliteration C: enyvrisma Beta Code: e)nu/brisma

English (LSJ)

-ατος, τό, victim of outrage, J.Vit.42, Plu.2.350c.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto de insulto, víctima de injuria o ultraje I.Vit.210, Plu.2.350c.

German (Pape)

[Seite 860] τό, der Eegenstand übermütiger, schmählicher Behandlung, Plut. glor. Ath. 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
outrage, insulte, mauvais traitement.
Étymologie: ἐνυβρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνύβρισμα: ατος τό издевательство, глумление, оскорбление Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνύβρισμα: τό, τὸ ὑβριζόμενον, ἀντικείμενον ὕβρεως, δι’ ἧς ἐκώλυσε τοὺς τῶν συμμάχων υἱοὺς ἐνύβρισμά τε καὶ παροίνημα γενέσθαι Μακεδόνων Πλούτ. 2. 350C.

Greek Monolingual

ἐνύβρισμα, το (Α)
το αντικείμενο, ο στόχος, το θύμα της ύβρεως.