ἐνύβρισμα
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
-ατος, τό, victim of outrage, J.Vit.42, Plu.2.350c.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
objeto de insulto, víctima de injuria o ultraje I.Vit.210, Plu.2.350c.
German (Pape)
[Seite 860] τό, der Eegenstand übermütiger, schmählicher Behandlung, Plut. glor. Ath. 8.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
outrage, insulte, mauvais traitement.
Étymologie: ἐνυβρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνύβρισμα: ατος τό издевательство, глумление, оскорбление Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνύβρισμα: τό, τὸ ὑβριζόμενον, ἀντικείμενον ὕβρεως, δι’ ἧς ἐκώλυσε τοὺς τῶν συμμάχων υἱοὺς ἐνύβρισμά τε καὶ παροίνημα γενέσθαι Μακεδόνων Πλούτ. 2. 350C.
Greek Monolingual
ἐνύβρισμα, το (Α)
το αντικείμενο, ο στόχος, το θύμα της ύβρεως.