ἐξέλασις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A driving out, expulsion, τῶν Πεισιστρατιδέων Hdt.5.76; τινὸς ἐκ τῆς νήσου Id.6.88.
II intr., marching out, expedition, βασιλέος ἐκ Θέρμης Id.7.183, cf. X.Cyr.8.3.1, etc.; charge of cavalry, Plu.Art.16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, das Heraus-, Vertreiben; τῶν Πεισιστρατιδέων Her. 6, 88; Sp., wie Plut. Cat. min. 33. – Intr., der Auszug, das Ausgehen, das Aus reiten, μετὰ τὴν βασιλέως ἐξέλασιν ἐκ Θέρμης Her. 7, 183; Xen. Cyr. 8, 3, 1, u. öfter auch Sp., wie Plut. Art. 16.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. expulsion;
II. 1 marche au dehors, expédition;
2 charge de cavalerie.
Étymologie: ἐξελαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξέλᾰσις: εως ἡ
1 изгнание (τῶν Πεισιστρατιδέων Her.; Κικέρωνος Plut.);
2 выход, отъезд (βασιλέως ἐκ Θέρμης Her.; ἐκ τῶν βασιλείων Xen.);
3 натиск, атака (ἐξελάσεις καὶ συμπλοκαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξέλᾰσις: -εως, ἡ, ἔξωσις, ἐκδίωξις, ἐξορία, τῶν Πεισιστρατιδέων Ἡρόδ. 5. 76, πρβλ. 6. 88. ΙΙ. ἀμετάβ., ὡς τὸ ἐξελασία, ἐκστρατεία, ὁ αὐτ. 7. 183, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 1, κτλ.· ἔφοδος ἱππικοῦ, Πλουτ. Ἀρτοξ. 16· πρβλ. ἔλασις.

Greek Monotonic

ἐξέλᾰσις: -εως, ἡ,
I. έξωση, εκδίωξη, απέλαση, εξορία, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., έφοδος, εξόρμηση, εκστρατεία, στον ίδ., Ξεν.

Middle Liddell

ἐξέλᾰσις, εως n
I. a driving out, expulsion, Hdt.
II. intr. a marching out, expedition, Hdt., Xen. [from ἐξελαύνω