ἐξαναπείθω
From LSJ
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
English (LSJ)
win over, θεούς Hermesian.7.8.
Spanish (DGE)
convencer, persuadir θεούς Hermesian.7.8.
German (Pape)
[Seite 868] überreden, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναπείθω: καταπείθω τινά, κτῶμαι τὴν εὔνοιαν αὐτοῦ, ἀνταίους δ’ ἐξανέπεισε θεοὺς (ὁ Ὀρφεὺς καθαρίζων) Ἑρμησιάναξ παρ’ Ἀθην. 597C· ἀλλ’ ἴδε Ἑρμάννου Opusc. 4. 241.
Greek Monolingual
ἐξαναπείθω (Α)
1. πείθω τελείως, καταπείθω κάποιον
2. αποκτώ την εύνοια κάποιου.