ἐξαφίημι

English (LSJ)

A send forth, discharge, (παλτόν) X.Eq.12.12; dispatch, γροσφομάχους Plb.10.39.1; let go an elastic board, Aët.6.87.
II set free from, ἐξαφεῖται τοῦδε (sc. τοῦ πονεῖν) S.Tr.72, cf. J.AJ18.1.1; set free, ἐ. σῶον LXX 2 Ma.12.24; let loose, ἀγέλας εἰς καρπούς PLips. 35.8 (iv A.D.):—Pass., to be allowed to escape, J.BJ4.6.3.
III squander, πλοῦτον S.Ichn.156.

German (Pape)

[Seite 874] (s. ἵημι), herauslassen, τί τινος, befreien von Etwas; ἐξαφεῖται τοῦδε Soph. Tr. 72; Xen. de re equ. 12, 12 u. Sp., wie Pol. 10, 39, 1.

French (Bailly abrégé)

laisser, laisser aller ; pf. Pass. ἐξαφεῖμαι être délivré, affranchi de, gén..
Étymologie: ἐξ, ἀφίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαφίημι:
1 выпускать (παλτόν Xen.; θορόν Arst.; γροσφομάχους Polyb.);
2 освобождать, pass. избавляться (τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαφίημι: ἐξακοντίζω, παλτὸν Ξεν. Ἱππ. 12. 12· ἐξαποστέλλω, πέμπω, τοὺς δὲ γροσφομάχους καὶ τῶν πεζῶν τοὺς ἐπιλέκτους ἐξαφιείς, ἐκέλευσε προσβάλλειν Πολύβ. 10. 39, 1: - Παθ. ἀόρ., ἐξαφέθητι, ἀντὶ -ήτω (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 5858 b. ΙΙ. ἀπαλλάττω, ἐλευθερώνω ἔκ τινος, ἀλλ’ ἐξαφεῖται τοῦδέ γ’, ὡς ἐγὼ κλύω Σοφ. Τρ. 72.

Greek Monolingual

βλ. εξαφήνω.

Greek Monotonic

ἐξαφίημι: μέλ. -αφήσω,
I. εξακοντίζω, ξαποστέλνω, απαλλάσσω κάποιον από υποχρέωση, κατηγορία, σε Ξεν.
II. αποδεσμεύω από κόπο, μόχθο, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -αφήσω
I. to send forth, discharge, Xen.
II. to set free from labour, c. gen., Soph.