ἐξεπιπολῆς
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
v. ἐπιπολή.
German (Pape)
[Seite 877] = ἐπιπολῆς, Luc. Nigr. 35, vgl. ἐπιπολή.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la surface.
Étymologie: ἐξ, ἐπιπολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπιπολῆς: тж. ἐξ ἐπιπολῆς adv. по поверхности, поверхностно, слегка (καθίκετο ὁ λόγος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπιπολῆς: ἴδε ἐν λ. ἐπιπολή.
Greek Monolingual
ἐξεπιπολής (Α)
επίρρ. εντελώς επιπόλαια.