ἐξοιδέω
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
swell or be swollen up, πληγαῖς πρόσωπον.. ἐξῳδηκότα E.Cyc.227; νεκρὸς ἐξῳδηκώς Luc.DMort.14.5, cf. Aristid.Or.24(44).44: metaph., swell beyond its proper size, of a body in the state, Plb.6.18.7.
German (Pape)
[Seite 885] anschwellen, intrans., Eur. Cycl. 227 u. Sp., wie Luc. νεκρὸς ἐξῳδηκώς D. Mort. 14, 5; φαλλός Eryc. 6 (Plan. 242); übertr., ἐξοιδοῦν τι μέρος, des Staates, Pol. 6, 18, 7.
French (Bailly abrégé)
ἐξοιδῶ :
impf. ἐξῴδουν, pf. ἐξῴδηκα;
se gonfler.
Étymologie: ἐξ, οἰδέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοιδέω:
1 раздуваться, быть распухшим: ἐ. πληγαίς Eur. быть распухшим от ударов; ἐξῳδηκώς Luc. распухший;
2 расширяться или преисполняться гордостью, набираться спеси Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοιδέω: πρήσκομαι, φουσκώνω, πληγαῖς πρόσωπον... ἐξῳδηκότα Εὐρ. Κύκλ. 227· νεκρὸς ἐξῳδηκὼς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 14. 5: ― μεταφ., ἐξογκοῦμαι πλέον τοῦ προσήκοντος, ὑψηλοφρονῶ, Πολύβ. 6. 18, 7.
Greek Monotonic
ἐξοιδέω: μέλ. -ήσω, πρήζομαι ή φουσκώνω, διογκώνομαι, σε Ευρ., Λουκ.