ἐξότου
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
German (Pape)
[Seite 888] richtiger ἐξ ὅτου geschrieben, seitdem.
French (Bailly abrégé)
adv.
depuis que.
Étymologie: ἐξ, ὅτου.
Russian (Dvoretsky)
ἐξότου: чаще ἐξ ὅτου с тех пор как Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξότου: Ἐπίρρ., βέλτιον διῃρημένως ἐξ ὅτου, ἴδε ὅστις.
Greek Monolingual
ἐξότου και ἐξ ὅτου (AM)
επίρρ. αφότου, από τότε που.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ότου (πρβλ. αφότου), παράλληλος τ. του ούτινος που είναι γεν. ενικ. της αναφορικής αντωνυμίας όστις «όποιος»].