ἐξύπερθε
From LSJ
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
English (LSJ)
Adv., = ὕπερθε, above, from above, from aloft, from on high, S.Ph.29.
German (Pape)
[Seite 890] von oben her, Soph. Phil. 29.
French (Bailly abrégé)
adv.
au-dessus.
Étymologie: ἐξ, ὕπερθε.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξύπερθε: ῠ, ἐπίρρ. = ὕπερθε, ἄνω ὑψηλά, τόδ’ ἐξύπερθε (ἄντρον), Σοφ. Φιλ. 29.
Russian (Dvoretsky)
ἐξύπερθε: (ῠ) сверху, наверху Soph.
Greek Monolingual
ἐξύπερθε (ἐξύπερθεν) (Α)
επίρρ. από ψηλά.