ἐπίδερις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ, = ὑποδορίς, Poll.2.174.
German (Pape)
[Seite 936] ἡ, = κλειτορίς, Poll. 2, 174.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδερις: ἐπίδερρις, ἐπιδορίς, ἐν Πολυδ. Β΄, 174, πλημμ. γραφ. ἀντὶ ὑποδορίς.
Greek Monolingual
ἐπίδερις και ἐπίδερρις, ἡ (Α)
κλειτορίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέρρις (< δέρω «γδέρνω») «δέρμα»].