ἐπακέομαι
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
Delph. ἐφακ-, repair, τὸν δρόμον, τὰς γεφύρας, IG22.1126.37,41 (Amphict. Delph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰκέομαι: Μέσ., διορθώνω, ἐπισκευάζω, τὸν δρόμον, τὰς γεφύρας Ἐπιγρ. ἐν Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 37, 41 (ἔνθα εἶναι γεγραμμένον ἐφακ-).
Greek Monolingual
ἐπακέομαι και (σε επιγρ.) έφακέομαι (Α)
διορθώνω, επισκευάζω.