ἐπανοιδέω
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
swell up, rise on the surface, Hp.Nat.Mul. 2, Arist.HA531b3:—Pass., ἐπαν-οιδίσκομαι in same sense, Hp.VC 13.
German (Pape)
[Seite 903] anschwellen, Hippocr.; Arist. Probl. 10, 46 u. sonst.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανοιδέω:
1 вздуваться, набухать (ἡ σάρξ ἐπανοιδεῖ Arst.);
2 распухать (τὰ ἕλκη ἐπανοιδοῦσι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανοιδέω: πρήσκομαι, φουσκώνω, ἡ γαστὴρ ἐπανοιδέοι Ἱππ. 563. 38, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 6. ― Παθ., ἐπανοιδίσκομαι, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 904.
Greek Monolingual
ἐπανοιδέω και παθ. ἐπανοιδίσκομαι (Α)
(με την ίδια σημ.) ξαναπρήζομαι, πρήζομαι συχνά ή απλώς πρήζομαι, φουσκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδέω, οιδίσκομαι «πρήζομαι»].