ἐπαποδύομαι

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monotonic

ἐπαποδύομαι: Μέσ., εκδύω και τοποθετώ επάνω σε κάτι, τινι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Mid. to strip and set upon, τινι Plut.