ἐπιάλμενος
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
v. ἐπιάλλομαι.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.
English (Autenrieth)
see ἐφάλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιάλμενος: эп. (= ἐφαλόμενος) sync. part. aor. 2 к ἐφάλλομαι.