ἐπιάλμενος
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
v. ἐπιάλλομαι.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ion. de ἐφάλλομαι.
English (Autenrieth)
see ἐφάλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιάλμενος: эп. (= ἐφαλόμενος) sync. part. aor. 2 к ἐφάλλομαι.