ἐπιβόημα
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
-ατος, τό, a call or cry to one, Th.5.65: pl., D.C.42.19, al.
German (Pape)
[Seite 929] τό, der Zuruf, Thuc. 5, 65; D. Cass.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
clameur, cri.
Étymologie: ἐπιβοάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβόημα: ατος τό крик, возглас Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβόημα: τό, (ἐπιβοάω) βοὴ ἢ κραυγὴ πρός τινα, Θουκ. 5. 65.
Greek Monolingual
ἐπιβόημα, το (Α) επιβοώ
κραυγή, βοή προς κάποιον.
Greek Monotonic
ἐπιβόημα: -ατος, τό (ἐπιβοάω), φωνή ή κραυγή σε κάποιον, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπιβόημα, ατος, τό, ἐπιβοάω
a call or cry to one, Thuc.